ἀντισθένους

ἀντισθένους
ἀντί-σθενόω
strengthen
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀντισθένους — Ἀντισθένης masc gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάθων — ωνος, ὁ, Α 1. (υποκόρισμα που έλεγαν οι τροφοί στα μικρά αρσενικά παιδιά) αυτός που έχει μεγάλο πέος 2. (ώς κύριο όν.) Σάθων τίτλος έργου τού Αντισθένους εναντίον τού Πλάτωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάθη «ανδρικό μόριο» + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. πόσθ ων …   Dictionary of Greek

  • φυσιογνωμονικός — ή, ό / φυσιογνωμονικός, ή, όν, ΝΑ (φυσιογνωμονία] νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η φυσιογνωμονική η φυσιογνωμική αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωμονία ή ο ασκημένος σε αυτήν την ενασχόληση 2. το ουδ. ως ουσ. Φυσιογνωμονικόν τίτλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”